Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025 στις 21.00
Υπαίθρια προβολή "Kneekap" της Γαρδένιας στό παρκάκι Ειρήνης
Με την γενοκτονία που διεξάγεται εις βάρος των Παλαιστινίων να κλιμακώνει σε βαθμό που καθιστά την παρέμβασή μας πιο αναγκαία από ποτέ, οι Ιρλανδοί KNEECAP δεν μένουν σιωπηλοί παρατηρητές. Κουβαλώντας την παρακαταθήκη ενός λαού που γνωρίζει καλά τους μηχανισμούς της ιμπεριαλιστικής καταστολής, καταγγέλουν ανοιχτά και (κυριολεκτικά, μέσα από κάθε ευκαιρία που θα τους δοθεί) το σιωνιστικό κράτος-δολοφόνο Ισραήλ και τους συνενόχους του, αξιοποιώντας το βήμα τους για να συγκροτήσουν πυρήνες διεθνούς αλληλεγγύης μέσα από το κοινό τους. Ως συνέπεια, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια συντονισμένη απόπειρα μιντιακής συκοφαντίας, λογοκρισίας, αλλά και ποινικής δίωξης με την κατηγορία της "δημόσιας δήλωσης στήριξης σε τρομοκρατικές οργανώσεις". Παραμένοντας χαρακτηριστικά απτόητοι, εκείνοι ανταπαντούν πως καμμία καριέρα δεν αξίζει να στέκεσαι στην λάθος πλευρά της ιστορίας. Σε μια περίοδο όπου ο δυτικός κόσμος επιχειρεί απεγνωσμένα να εργαλειοποιήσει την τέχνη για να αποπροσανατολίσει τον διάλογο από την ουσία και να ρίξει ένα πέπλο πάνω στην βαρβαρότητα (μέσα από κοσμικά γκαλά και διαγωνισμούς τραγουδιού που εξυπηρετούν το απολίτικο αφήγημα της ποπ-κουλτούρας), αποτιμούμε την στάση καλλιτεχνών όπως οι KNEECAP ως ένα παράδειγμα ακτιβιστικού λόγου που χρίζει της απερίφραστης στήριξής μας. Έτσι, αποφασίσαμε να αναδείξουμε τον αγώνα τους προσκαλώντας όλους, όλες και όλα σας να δούμε παρέα την ταινία που γύρισαν, επιμελήθηκαν, και στην οποία προταγωνίστησαν οι ίδιοι, και να κουβεντιάσουμε τόσο αυτήν όσο και την ευρύτερη δράση τους στη δημόσια σφαίρα με κρύες μπύρες και την πρώτη θερινή προβολή της Γαρδένιας για την φετινή χρονιά!
Για την ταινία, από την Βαρβάρα Κοντονή: Πολύ ξεχωριστή περίπτωση δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ αυτό του Ριτς Πέπιατ που υιοθετεί ρυθμό οπλοπολυβόλου τόσο μουσικά, όσο και σκηνοθετικά προκειμένου να αναδείξει την, επίσης ξεχωριστή, περίπτωση του αθυρόστομου τρίο των Kneecap, ενός ραπ σχήματος που φτύνει πολιτικές ρίμες και κοινωνικούς στίχους βγαλμένους απευθείας από την πολύπαθη ιστορία της Ιρλανδίας, με ύψιστο σκοπό τη διατήρηση της, κάποτε, απαγορευμένης ιρλανδικής γλώσσας, η οποία για την ιστορία, αναγνωρίστηκε πλήρως ως μια εκ των επίσημων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις το 2022. Η υπόθεση ακολουθεί από κοντά τη ζωή των Μόγκλε Μπαπ και Μο Κάρα στο Μπέλφαστ, εκεί όπου μοιράζουν τον χρόνο τους σπρώχνοντας ναρκωτικά αγορασμένα από το dark web και γράφοντας σκόρπια θυμωμένα στιχάκια για το σεξ, τα τριπάκια, αλλά και την ιμπεριαλιστική Βρετανία και τα ιστορικά κατάλοιπα, ως απόνερα του μακροχρόνιου εθνο- εθνικιστικού σπαραγμού της Βόρειας Ιρλανδίας. Όταν ένα σημειωματάριο με στίχους πέσει στα χέρια του Τζέι Τζέι ο οποίος εργάζεται ως δάσκαλος μουσικής (με τον DJ Provai να ερμηνεύει εδώ την πραγματική του on stage περσόνα) εκείνος θα αποφασίσει να δώσει ρυθμό στα γραπτά των δυο νεαρών, μπάζοντάς τους έτσι στο είδος της ραπ, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα από «μουσικά αυτιά» και τα τοιαύτα. Τραβώντας το όνομά τους απευθείας από την τακτική που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς κατά τη διάρκεια των Ταραχών (The Troubles) στη Βόρεια Ιρλανδία τη δεκαετία του '70, κυρίως από μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA, αν και όχι μόνο) που τάσσονταν υπέρ της ένωσης της Βόρειας Ιρλανδίας με την υπόλοιπη χώρα, ενάντια στους προτεστάντες που ήθελαν να παραμείνουν υπό βρετανική κυριαρχία, το «Kneecap» αποτελεί (και) εδώ σαν ιδεολογία πράξη καθαρά πολιτική. Με τον ίδιο τρόπο που τα πυροβολημένα γόνατα των αντιπάλων τους λειτουργούσαν ως τρανή απόδειξη για το σε ποια πλευρά της ιστορίας βρίσκονταν, οι Kneecap χρησιμοποιούν το ραπ ως αφορμή για κοινωνική αφύπνιση, «πυροβολώντας» μουσικά τα κοινωνικοπολιτικά κατάλοιπα που ακόμα κρατούν καλά στη Βόρεια Ιρλανδία. Ως λάβαρο αυτής ακριβώς της επαναστατικής τους κινητοποίησης χρησιμοποιούνται και τα ιρλανδικά, με τον Πέπιατ να κατασκευάζει μια κωμωδία δραματικών τόνων, όπου πολύ εύστοχα όλη η δράση εκπορεύεται από την ίδια τη χρήση της γλώσσας, τόσο ως κοινωνού μηνύματος, όσο και ως μέσω παρεξηγήσεων που ωθεί την πλοκή, μπλέκοντας το ιρλανδικό παρελθόν με το παρόν, σε μια αντικομφορμιστική απόπειρα διεκδίκησης και επανάκτησης των οικογενειακών ριζών και της ταυτότητας. Η σκηνοθεσία είναι αεικίνητη και θορυβώδης, με παραισθησιογόνες σεκάνς, claymation σκηνές, σπασίματα τέταρτου τοίχου και μια περιρρέουσα ενέργεια που δίνει στο όλο φιλμ έναν γκαζωμένο, μονταζιακό ρυθμό αντάξιου του σπιντάτου ραπ της πρωταγωνιστικής τριάδας, που τα καταφέρνει εξαιρετικά καλά και σε επίπεδο ηθοποιίας. Το φιλμ προσφέρει και ένα επαρκές σεναριακό υπόβαθρο για το στήσιμο και την εξέλιξη των χαρακτήρων, με τον Μόγκλε Μπαπ να προσπαθεί να συμβιβαστεί με τα πατρικά φαντάσματα του παρελθόντος που θέλουν τον πατέρα του Άρλο (ο Μάικλ Φασμπέντερ σε μια μικρή, αλλά σημαντικότατη παρουσία), πρώην μέλος του IRA, εξαφανισμένο εδώ και χρόνια και τον Μο Κάρα να παλεύει με τα αισθήματά του για μια νεαρή προτεστάντισσα. Παρά την περιορισμένη του συμμετοχή, δεν γίνεται να μην αναφέρουμε το γεγονός πως η ερμηνεία του Φασμπέντερ εδώ αντηχεί και έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, αυτόν στο «Hunger» του Στηβ ΜακΚουήν όπου υποδύθηκε τον Μπόμπι Σαντς, ηγετικό μέλος του IRA και μια εκ των σημαντικότερων προσωπικοτήτων του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών. Το «Kneecap» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, ένα πραγματικά απολαυστικό και ενίοτε συγκινητικό δείγμα σινεμά της εποχής του, με πολιτική ουσία, νεανική ορμή και διαβολεμένα καλό ραπ.
πηγή : email που λάβαμε στις 2 Ιουνίου 08h