Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016 στις 20.30

Cine Λαμπηδόνα: I Vitelloni

Σκηνοθέτης: Φεντερίκο Φελίνι

Σύνθεση μουσικής: Νίνο Ρότα

Υποψηφιότητες: Όσκαρ Καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου


Με δυό λόγια: Οι Vitelloni, είναι η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του δημιουργού και η πρώτη στην οποία διακρίνουμε καθαρά όλα τα στοιχεία που καθόρισαν το βάρβαρο κωμικοτραγικό Fellini-ο σύμπαν : το παρελθόν που σβήνει, τις αναμνήσεις που μένουν, την ελαφρότητα, το μπουφφόνικο στοιχείο, τη μελαγχολία, τη γελοιοποίηση και τη διακωμώδηση, το χλευασμό και την παρωδία. Συγχρόνως διαφαίνεται η σαγήνη που εξασκούσε στον Fellini, η ιδέα της ζωής, χωρίς ρίζες και άγκυρες. Είναι ένα ασπρόμαυρο έργο, που εξιστορεί έναν ελαφρώς ηθικοπλαστικό μύθο, με τον οποίο προσεγγίζονται διαισθητικά διάφοροι τύποι ανθρώπων, αλλά κυρίως οι Vitelloni. Αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία του ιταλικού σνεμά. (Και γιαυτό είναι ένα έργο, που απλά κάθεσαι και το μελετάς).

Η υπόθεση: Η ιστορία εξελίσσεται σε μία επαρχιακή πόλη, που το καλοκαίρι μετατρέπεται σε παραθεριστικό κέντρο. Εκεί ζουν πέντε νεαροί άνδρες, που όπως προκύπτει και από τον τίλτο του έργου, δεν είναι παρά «κάτι κοιμήσηδες τριαντάρηδες», που ενώ θα έπρεπε να είχαν απογαλακτιστεί από καιρό, εξακολουθούν να εξαρτώνται από το πατρικό σπίτι και ζουν παχυλογώντας και αναμασώντας τις ίδιες κουραστικές αμπελοφιλοσοφίες. Γελάνε ακόμα με τις εφηβικές τους πλάκες και παραμένουν έτσι, άπραγοι, και άνεργοι αστοί, της «μάνας τους καμάρια».

Οι πέντε αυτοί « vitelloni » είναι : ο Αλμπέρτο (Alberto Sordi) ένας τεμπέλης μπον βιβέρ, ο Λεοπόλντο (Leopoldo Trieste) ένας αποτυχημένος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, που όμως είναι σίγουρος ότι ένα λαμπρό μέλλον τον περιμένει, ο Ρικάρντο (Riccardo Fellini - ο αδελφός του σκηνοθέτη) που είναι ερασιτέχνης τενόρος και ο Μοράλντο (Franco Interlenghi) που είναι ο νεότερος όλων, και το μόνο που κάνει έιναι να αναλώνεται σε μελαγχολικούς μοναχικούς νυχτερινούς περιπάτους. Τελευταίος, αλλά και κατά κάποιο τρόπο αρχηγός τους, είναι ο Φάουστο (Franco Fabrizi) που αφήνει έγκυο την αδελφή του Μοράλντο, τη Σάντρα (Leonora Ruffo) την οποία στη συνέχεια, υποχρεώνεται να παντρευτεί και να μείνει μαζί της στο σπίτι των γονιών της, όπου διαμένει και ο Μοράλντο.

Ωστόσο, μετά το γάμο του, ο Φάουστο δεν εγκαταλείπει τη ζωή του Δον Ζουάν. Παρά τη θέληση του, πιάνει δουλειά ως πωλήτης σε ένα κατάστημα θρησκευτικών ειδών, όπου το πρώτο πράγμα που προσπαθεί να κάνει είναι να κατακτήσει τη σύζυγο του ιδιοκτήτη και αφεντικού του. Εκείνος τον απολύει και ο Φάουστο για να εκδικηθεί, κλέβει από το μαγαζί ένα αγαλματίδιο αξίας, που αναπαριστά έναν άγγελο και το οποίο προσπαθεί να πουλήσει με τη βοήθεια του Μοράλντο και του Τζουντίσιο, του χαζού του χωριού, που τους χρησιμεύει μόνο για να σέρνει το καροτσάκι, με το οποίο μεταφέρουν το αγαλματάκι από μοναστήρι σε μοναστήρι, καθώς προσπαθούν να το πουλήσουν.

Η απάτη αποκαλύπτεται αλλά οι ένοχοι συγχωρούνται και γυρνούν στο σπίτι τους επιστρέφοντας συγχρόνως και τη λεία τους.

Την άνοιξη η Σάντρα γεννάει το μωρό τους, αλλά ο Φάουστο ασταθής κι ανερμάτιστος καθώς είναι, την απατά με μιά χορεύτρια του μιούζικ χώλ. Η Σάντρα το μαθαίνει και το σκάει με το παιδί. Ο Φάουστο με τη βοήθεια των υπόλοιπων vitelloni την ψάχνει απεγνωσμένα και τελικά προς το τέλος της ημέρας την ξαναβρίσκει. Το ζευγάρι συμφιλιώνεται, ενώ ο Μοράλντο κουρασμένος από την τεμπέλικη και παθητική επανάληψη της καθημερινότητας αποφασίζει να εγκαταλείψει την πόλη του φεύγοντας με το τρένο, σχεδόν στα κρυφά, πολύ νωρίς το πρωί, την ώρα που οι υπόλοιποι κοιμούνται.

Η παραπάνω περιγραφή της υπόθεσης ίσως να δίνει την εντύπωση ότι το έργο είναι απλά μιά μελοδραματική ταινία του '50. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, ότι περισσότερο από την δράση και τη σεναριακή πλοκή, εκείνο που ενδιαφέρει το σκηνοθέτη είναι να αποδόσει την καθημερινότητα σε μιά επαρχιακή πόλη, το χρόνο που γλυστράει και χάνεται μέσα στη ρουτίνα, αλλά και τα μεγάλα κενά, τις ώρες της βαρεμάρας, που δεν γεμίζουν ποτέ και με τίποτα, και που τελικά πλακώνουν τους πρωταγωνιστές.

Ακόμα και η ιστορία του Φάουστο και της Σάντρα που φαινομενικά είναι η ραχοκοκκαλιά της ταινίας, μπαίνει συχνά σε δεύτερο πλάνο για να προβληθούν οι ιστορίες του Αλμπέρτο και του Μοράλντο. Τελικά αυτό το οποίο μένει, ξεπερνάει την απλή και απτή ροή της πλοκής, και μεταδίδει ένα κλίμα μελαγχολίας και ένα νωχελικό ρυθμό, απ' όπου αναβλύζει και η ποιητικότητα της καθημερινότητας της εποχής εκείνης.